φλιά

φλιά
φλῑά (later φλειά, prob. in Jahresh.28.54 (Oropus, i B. C.)), , mostly in pl. φλιαί,
A doorposts, jambs, Od.17.221, Bion 1.87, LXX De.6.9, Plb.12.11.2, J.AJ5.8.10: in sg., IG12.386.6, Theoc.23.18;

παρὰ φλιῇ Call.Iamb.1.220

;

τὸ ψάφισμα . . ἀναγράψαι ἐς τὰν φλιάν IG12(3).170.24

([place name] Astypalaea), cf. 12(7).237.50 ([place name] Amorgos).
2 lintel, A.R.3.278;

τᾶς φ. καθ' ὑπέρτερον Theoc.2.60

.
3 standing posts in which a windlass works, Hp.Art.47.
4 support,

φ. πιοειδής Ruf.

ap. Orib.49.27.7, cf. Hp.Art.73.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φλία — Φλίᾱ , Φλίης masc nom/voc/acc dual Φλίης masc voc sg Φλίᾱ , Φλίης masc voc sg (attic) Φλίᾱ , Φλίης masc gen sg (doric aeolic) Φλίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλιά — φλῑά̱ , φλιά doorposts fem nom/voc/acc dual φλῑά̱ , φλιά doorposts fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλιά — η το κατώφλι: Στεκόταν στη φλιά και δεν έμπαινε μέσα στο δωμάτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλιᾷ — φλῑᾷ , φλιά doorposts fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλιά — η, ΝΑ, και φλειά Α κατώφλι αρχ. 1. παραστάδα πόρτας 2. παραστάδα ονίσκου («φλιαί, τὰ ἐκατέρωθεν τοῡ βάθρου ὄρθια ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται», Ερωτιαν.) 3. ανώφλι 4. (κατά τον Ησύχ.) «φλιή, πρόθυρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • Φλίας — Φλίᾱς , Φλίης masc acc pl Φλίᾱς , Φλίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλειός — ὁ, Α η φλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φλιά* / φλειά με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] …   Dictionary of Greek

  • порог — род. п. ога, укр. порiг, род. п. порогу, др. русск. порогъ, ст. слав. прагъ φλιά (Супр., Клоц.), болг. праг(ът), сербохорв. пра̏г, словен. pràg, род. п. praga, чеш. prah, слвц. рrаh, польск. prog, род. п. progu, в. луж. рrоh, н. луж. рrоg, полаб …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ανώφλι — το (Μ ἀνώφλιον) το επάνω μέρος της πόρτας, φτιαγμένο από ξύλο, πέτρα ή άλλο υλικό, το υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανώφλιον < άνω + φλιά «παραστάδα θύρας»] …   Dictionary of Greek

  • καταφλιά — καταφλιά, ἡ (Α) φρ. «καταφλιὰ τῆς θύρας» η αίθουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φλιά «ανώφλι»] …   Dictionary of Greek

  • κατώφλι — Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία και στην ψυχολογία, για να υποδηλώσει τον ελάχιστο βαθμό έντασης τον οποίο πρέπει να φτάσουν διάφοροι τύποι φυσικής, χημικής ή ψυχοφυσικής ενέργειας, για να καταστεί δυνατή η εκδήλωση ορισμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”